- προμίγνῦμι
- προ-μίγνῦμι: only pass. aor. 2 inf., προμιγῆναι, to have intercourse with (τινί) before one, Il. 9.452†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
προμιγῆναι — προμίγνυμι aor inf pass προμῑγῆναι , προμίγνυμι aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμίγη — προμίγνυμι aor ind pass 3rd sg προεμί̱γη , προμίγνυμι aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμίξας — προμί̱ξᾱς , προμίγνυμι aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)